εξεύρημα

εξεύρημα
το находка, изобретение; выдумка (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εξεύρημα" в других словарях:

  • ἐξεύρημα — thing found out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεύρημα — το (AM ἐξεύρημα) [εξευρίσκω] το αποτέλεσμα τής εξεύρεσης αρχ. επινόημα για εξαπάτηση …   Dictionary of Greek

  • τοὐξεύρημα — ἐξεύρημα , ἐξεύρημα thing found out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξευρημάτων — ἐξεύρημα thing found out neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξευρήμασιν — ἐξεύρημα thing found out neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξευρήματα — ἐξεύρημα thing found out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξευρήματι — ἐξεύρημα thing found out neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξευρήματος — ἐξεύρημα thing found out neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀξευρήμασιν — ἐξευρήμασιν , ἐξεύρημα thing found out neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀξευρήματα — ἐξευρήματα , ἐξεύρημα thing found out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»